- πτερίδες
- πτερίςmale fernfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… … Dictionary of Greek
Pterides — PTERĬDES, um, Gr. Πτερίδες, ων, eine Art Nymphen. Hesych. ap. Gyrald. Synt. V. p. 177 … Gründliches mythologisches Lexikon
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
επισποράγγειο — το περίβλημα τών αναπαραγωγικών σωμάτων στις πτέριδες … Dictionary of Greek
φτέρη — Φυτά της κλάσης των πτεριδικών, του αθροίσματος των πτεριδόφυτων. Είναι πολύ εξελιγμένα κρυπτόγαμα κορμόφυτα που έχουν ρίζες, βλαστό και φύλλα. Επιπλέον είναι εφοδιασμένα με σύστημα αγωγών αγγείων, γι’ αυτό και κατατάσσονται στα κρυπτόγαμα που… … Dictionary of Greek
ωόσφαιρα — Ο θηλυκός γαμέτης, ο οποίος μετά τη γονιμοποίησή του από τον αρσενικό, παράγει το ζυγωτό. Η ω. παρουσιάζεται συνήθως στα φύκη και στους μύκητες υπό μορφή στρογγυλής πρωτοπλασματικής μάζας, χωρίς μεμβράνη, η οποία σχηματίζεται μέσα στο κύτταρο,… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
ακροστιχίδες — (acrostichaceae). Επιστημονική ονομασία οικογένειας φυτών που περιλαμβάνει διάφορες ποώδεις πτέριδες … Dictionary of Greek
εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… … Dictionary of Greek